Δυο μέρες πριν το ταξίδι πρωί βράδυ ένα ξαναξ.
Μια ώρα πριν τη πτήση μισό λίτρο ουίσκι σε σκούρο μπουκάλι κόκα κόλας λαιτ κι αυτό μέσα σε χάρτινη σακούλα για τα αδιάκριτα μάτια.
Το πίνεις γουλιά γουλιά και μετά…..γίνεσαι η καινούρια διαφήμιση της κόκα κόλας.
Αγαπητέ Κώστα.
Αξιωθήκαμε και φέτος να πραγματοποιήσουμε την πολυπόθητη καλοκαιρινή μας εκδρομή.
Ξέρω, θα μου πεις πάλι Τουρκία; Στο τέλος οι άντρες θα κυκλοφορούμε με φέσι και οι γυναίκες με μαντίλα.
Τι να κάνουμε όμως ας όψεται η κρίση. Αφού τα Παρίσια και τα Λονδίνα ακόμα και μέρη της Ελλάδας ήταν ακριβοί προορισμοί για μας. Και πάλι καλά να λες που πήγαμε γιατί σαν που πάμε, του χρόνου μας βλέπω μέχρι την Αγιά Μαρκέλλα και πολύ μας θα ’ναι.
Αν κρίνω από τα αισθήματα των ενενήντα συνταξιδιωτών μας καλά περάσαμε.
Πιστεύω κι εσύ που μας ακολούθησες να μη το μετάνιωσες,.
και χρώμα απέκτησες και τα ρεψίματα και τα στομάχια σου πέρασαν.
Και πως να μην σου περάσουν όταν είχες να δεις και να θαυμάσεις τόσα  ωραία πράματα γι’ αυτή την πόλη όπου η δόξα του παρελθόντος συνυπάρχει με τη μελαγχολία των ερειπίων. Αυτή την πόλη των αντιφάσεων και των νοοτροπιών να λυγίζει κάτω από το βάρος της ιστορίας που κουβαλάει.
Σ’ αυτό εδώ το χωνευτήρι των παρακμασμένων και μη πολιτισμών με τα διάφορα λίφτινγκ των φτωχομαχαλάδων και των βυζαντινών τειχών οι Τούρκοι προσπαθούν να ισορροπήσουν τη γηραιά καλλονή καθώς χαμογελά στις απαιτήσεις των καιρών.
Σκέψεις πολλές και ορμητικές, ατίθασες και νευρικές σαν τα άγρια άλογα γέμιζαν τις ψυχές μας που για μια ακόμα φορά ευλαβικοί προσκυνητές ήρθαμε σε τούτη την πόλη.
 Πόσες φορές δε καταδυθήκαμε στα βάθη της ιστορίας του χρόνου ψάχνοντας κάθε τι το ελληνικό;
Πόσες φορές κάτω από το βάρος της σιωπής ψάχναμε τα χαμένα ελληνικά όνειρα στις εκκλησιές και  στα ερειπωμένα ελληνικά  κτήρια.
Τα κύτταρα της μνήμης μας οδηγήσαν πάλι στο Πατριαρχείο στο Μπαλουκλή, στην Παναγία των Βλαχερνών και στη μεγάλη του Θεού εκκλησία την Αγία Σοφία.
Εικόνες αποτυπωμένες στο νου και στην καρδιά αλλά και στη φωτογραφική μηχανή του προέδρου.
Ξεχνιούνται οι βραδινές βόλτες στην πλατεία Ταξιμ, όπου κάθε βράδυ καταπίνει και ξερνά το εθνολογικό αχταρμά που κινείται συνεχώς με τη μορφή του γιουρουσιού.
Αμέτρητες γλώσσες και διάλεκτοι πλανιόνται στον αέρα. Φυσιογνωμίες ακαθόριστες και βλέμματα προκλητικά δίνουν σε κάποιον την εντύπωση ότι όλα συμβαίνουν η μπορούν να συμβούν αν αφήσεις για λίγο το συναίσθημα να σε παρασύρει.
Μυρωδιές με έντονα μπαχαρικά της ανατολής ξεχειλίζουν τις ζεστές και υγρές νύκτες ενώ οι αραβόφωνες μελωδίες που ξεχύνονται από τα μπαρ προσπαθούν να καλύψουν το κλαψούρισμα του Ιμάμη από το διπλανό τζαμί.
Κι εσύ γυρίζεις και ψάχνεις θέλοντας να φύγεις απ’ αυτό το τουριστικό αχταρμά, μέχρι που ανακαλύπτεις τον μπαλουχανά με τα τουριστικά μικρομάγαζα ανακατεμένα με ψαράδικα ταβερνάκια. Εκεί σ’ αυτό το πολύβουο μελίσσι ανακαλύπτεις τα κρυμμένα μπαρ στους περιστεριώνες των σκεπών.
Κι απολαμβάνεις την Εφε Πιλσεν που σε κερνά ο φίλος σου που είχε γενέθλια του και νιώθεις χαλαρός και ευτυχισμένος μέχρι που τραγουδάς με τον Τούρκο τραγουδιστή αγκαλιά για τα μαύρα μάτια της γυναίκας σου.. Με οδηγό τη λαχτάρα της καρδιάς μπαίνεις στο καραβάκι την επόμενη μέρα και ξεκινάς το ταξίδι σου για τη Χάλκη για να φθάσεις στη ιστορική θεολογική σχολή που για ενάμιση αιώνα έδωσε μεγάλους ανθρώπους των ελληνικών γραμμάτων αλλά και σπουδαίους ελληνορθόδοξους ιεράρχες.